- κρυφιότης
- κρυφιότης, -ητος, ή (AM) [κρύφιος]μυστικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφιότης — secrecy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφιότητα — κρυφιότης secrecy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφιότητι — κρυφιότης secrecy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφιότητος — κρυφιότης secrecy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδότης — ἐνδότης, η (AM) μσν. κρυφιότης, μυστικότητα αρχ. το εσωτερικό … Dictionary of Greek
ԹԱՔՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0803 Chronological Sequence: 8c, 10c, 12c գ. κρυφιότης, τὸ κρύφιον arcanum, secretum Թաքունն գոլ. ծածկութիւն. գաղտնութիւն. գաղտնիք. խորհուրդ. *Գերագոյնն զարդ որպէս թաքնութեան նախակարգաբար հպեալ՝ թաքնութեամբ վարկանելի է քահանայապետել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)